Η μεταξύ τους διαφωνία δεν αποτελεί πλέον είδηση ούτε ξενίζει κανένα. Και κυρίως δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα. Σχετικά πρόσφατα, οι δύο θεσμοί, ΕΚΤ και ΔΝΤ, κατέληξαν σε μία συμβιβαστική λύση για το πώς θα πρέπει να διεξαχθούν τα «αυστηροποιημένα» stress tests των ελληνικών τραπεζών, χωρίς να απαιτείται συνολική AQR αξιολόγηση (Asset QualityReview).
Το ΔΝΤ δεν είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένο με τον συμβιβασμό αυτό. Θεωρεί ότι το δείγμα στο οποίο διεξάγονται τα tests θα πρέπει να διευρυνθεί και να συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι. Από την πλευρά της η ΕΚΤ, σε μία περίοδο καλής οικονομικής συγκυρίας για την Ευρωζώνη, θέτει ως προτεραιότητα να διατηρήσει το θετικό momentum, να προχωρήσει σε δραστικότερη αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όχι όμως και να διαταράξει συνολικά την εύθραυστη ισορροπία του τραπεζικού συστήματος.
Επί της ουσίας, ούτε το Ταμείο θα επιθυμούσε να ανοίξει ανεξέλεγκτα ο φάκελος των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Ιταλίας π.χ.
Πού βρισκόμαστε, λοιπόν; Και πώς αυτή η διαμάχη επηρεάζει την Ελλάδα;
Αρχικώς την επηρεάζει στο βαθμό που το ΔΝΤ παραμείνει σε νέο ελληνικό πρόγραμμα (PCI π.χ.) έστω κι αν αυτό αφορά μόνο στην παρακολούθηση μεταρρυθμίσεων. Δεν είναι δηλαδή προαπαιτούμενο να συμφωνήσουν (ούτε καν η ρύθμιση του χρέους δεν είναι) αλλά δύσκολα μπορεί να διατηρηθεί το σχήμα του κουαρτέτου, χωρίς να υπάρχει στοιχειώδης σύγκλιση στα βασικά. Και η κοινή αντιμετώπιση των θεμάτων του τραπεζικού τομέα είναι βασική «προϋπόθεση σύμπλευσης». Για να παραμείνει ωστόσο το Ταμείο, απαιτείται και ισχυρή αντίστοιχη βούληση των Ευρωπαίων εταίρων της Ελλάδας, με βασικότερο… το Βερολίνο.
Τι θα επιθυμούσε η κάθε πλευρά, όμως;
Το ΔΝΤ δεν έχει δικαίωμα… επιλογής. Αν δεχθεί νέο αίτημα από τη χώρα, οφείλει να προχωρήσει σε νέο -μη χρηματοδοτικό- πρόγραμμα (το τρέχον είναι απίθανο να ενεργοποιηθεί). Τότε και μόνο θα μπορεί να επιβάλει κάποιους από τους όρους του ειδικά σε ό,τι αφορά τις αποκρατικοποιήσεις και το υπάρχον επενδυτικό πλαίσιο της χώρας. Αυτό που σίγουρα θα ήθελε είναι να μειωθεί περαιτέρω η έκθεσή του σε ελληνικό χρέος. Τούτη ωστόσο είναι… μια άλλη (σημαντική) συζήτηση.
Η ΕΚΤ θα ήθελε να δει την Ελλάδα να βγαίνει στις αγορές, χωρίς να διαταράξει τους συνήθεις κανόνες λειτουργίας της. Ένα «νέο πρόγραμμα εντατικής παρακολούθησης» της Ελλάδας δεν είναι απαραίτητο ότι συμφωνεί με το υπάρχον πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών. Ο Μάριο Ντράγκι δηλαδή θα καλοέβλεπε την υιοθέτηση κανονικής (συνοδευόμενης με το αντίστοιχο πρόγραμμα) πιστοληπτικής γραμμής στήριξης. Αυτό θα επέτρεπε την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και θα εξασφάλιζε ότι οι αγορές δε θα μπορούσαν να «παίξουν» με το δημοσιονομικό μαξιλάρι της χώρας, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών.
Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σενάριο θα συναντούσε τη σθεναρή αντίδραση της Αθήνας, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται στην πράξη σενάριο της ελεύθερης εξόδου στις αγορές. Κι αυτό δεν αλλάζει μόνο το βασικό εθνικό στόχο της χώρας ούτε απλώς δυσκολεύει το εσωτερικό πολιτικό αφήγημα της κυβέρνησης. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το σχεδιασμό αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που δε θα ήθελαν να κληθούν να περάσουν ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα από τα Κοινοβούλια τους.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω εμπόδια… δεν πτόησαν τον Μάριο Ντράγκι ο οποίος επεσήμανε ότι «είναι θέμα της Ελλάδας αν θα επιλέξει ένα τέταρτο πρόγραμμα». Για την ώρα, η επισήμανση έχει απορριφθεί, χωρίς μάλιστα επαίνους. Για την ακρίβεια, με τρόπο «ελληνικότατο»: Να λείπει το βύσσινο.
Το ΔΝΤ δεν είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένο με τον συμβιβασμό αυτό. Θεωρεί ότι το δείγμα στο οποίο διεξάγονται τα tests θα πρέπει να διευρυνθεί και να συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι. Από την πλευρά της η ΕΚΤ, σε μία περίοδο καλής οικονομικής συγκυρίας για την Ευρωζώνη, θέτει ως προτεραιότητα να διατηρήσει το θετικό momentum, να προχωρήσει σε δραστικότερη αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όχι όμως και να διαταράξει συνολικά την εύθραυστη ισορροπία του τραπεζικού συστήματος.
Επί της ουσίας, ούτε το Ταμείο θα επιθυμούσε να ανοίξει ανεξέλεγκτα ο φάκελος των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Ιταλίας π.χ.
Πού βρισκόμαστε, λοιπόν; Και πώς αυτή η διαμάχη επηρεάζει την Ελλάδα;
Αρχικώς την επηρεάζει στο βαθμό που το ΔΝΤ παραμείνει σε νέο ελληνικό πρόγραμμα (PCI π.χ.) έστω κι αν αυτό αφορά μόνο στην παρακολούθηση μεταρρυθμίσεων. Δεν είναι δηλαδή προαπαιτούμενο να συμφωνήσουν (ούτε καν η ρύθμιση του χρέους δεν είναι) αλλά δύσκολα μπορεί να διατηρηθεί το σχήμα του κουαρτέτου, χωρίς να υπάρχει στοιχειώδης σύγκλιση στα βασικά. Και η κοινή αντιμετώπιση των θεμάτων του τραπεζικού τομέα είναι βασική «προϋπόθεση σύμπλευσης». Για να παραμείνει ωστόσο το Ταμείο, απαιτείται και ισχυρή αντίστοιχη βούληση των Ευρωπαίων εταίρων της Ελλάδας, με βασικότερο… το Βερολίνο.
Τι θα επιθυμούσε η κάθε πλευρά, όμως;
Το ΔΝΤ δεν έχει δικαίωμα… επιλογής. Αν δεχθεί νέο αίτημα από τη χώρα, οφείλει να προχωρήσει σε νέο -μη χρηματοδοτικό- πρόγραμμα (το τρέχον είναι απίθανο να ενεργοποιηθεί). Τότε και μόνο θα μπορεί να επιβάλει κάποιους από τους όρους του ειδικά σε ό,τι αφορά τις αποκρατικοποιήσεις και το υπάρχον επενδυτικό πλαίσιο της χώρας. Αυτό που σίγουρα θα ήθελε είναι να μειωθεί περαιτέρω η έκθεσή του σε ελληνικό χρέος. Τούτη ωστόσο είναι… μια άλλη (σημαντική) συζήτηση.
Η ΕΚΤ θα ήθελε να δει την Ελλάδα να βγαίνει στις αγορές, χωρίς να διαταράξει τους συνήθεις κανόνες λειτουργίας της. Ένα «νέο πρόγραμμα εντατικής παρακολούθησης» της Ελλάδας δεν είναι απαραίτητο ότι συμφωνεί με το υπάρχον πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών. Ο Μάριο Ντράγκι δηλαδή θα καλοέβλεπε την υιοθέτηση κανονικής (συνοδευόμενης με το αντίστοιχο πρόγραμμα) πιστοληπτικής γραμμής στήριξης. Αυτό θα επέτρεπε την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και θα εξασφάλιζε ότι οι αγορές δε θα μπορούσαν να «παίξουν» με το δημοσιονομικό μαξιλάρι της χώρας, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών.
Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σενάριο θα συναντούσε τη σθεναρή αντίδραση της Αθήνας, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται στην πράξη σενάριο της ελεύθερης εξόδου στις αγορές. Κι αυτό δεν αλλάζει μόνο το βασικό εθνικό στόχο της χώρας ούτε απλώς δυσκολεύει το εσωτερικό πολιτικό αφήγημα της κυβέρνησης. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το σχεδιασμό αρκετών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που δε θα ήθελαν να κληθούν να περάσουν ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα από τα Κοινοβούλια τους.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω εμπόδια… δεν πτόησαν τον Μάριο Ντράγκι ο οποίος επεσήμανε ότι «είναι θέμα της Ελλάδας αν θα επιλέξει ένα τέταρτο πρόγραμμα». Για την ώρα, η επισήμανση έχει απορριφθεί, χωρίς μάλιστα επαίνους. Για την ακρίβεια, με τρόπο «ελληνικότατο»: Να λείπει το βύσσινο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου