Το χρονοδιάγραμμα έως την επιτυχή ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος του ESM είναι λίγο-πολύ γνωστό και εξαρτάται κυρίως από την ελληνική πλευρά. Ανεξαρτήτως της επόμενης μέρας του προγράμματος, η Ελλάδα – με την εγγύηση (δημοσιονομικό μαξιλάρι) των εταίρων της- θα πρέπει να έχει λύσει το ζήτημα της πρόσβασης στις αγορές για μία διετία.
Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση, άρα και την εκπλήρωση των αντίστοιχων προαπαιτουμένων από την ελληνική πλευρά, δεν έχει νόημα να καταγράψουμε ο,τιδήποτε άλλο. Υποθέτοντας, όμως, και με καλές πιθανότητες, ότι το τρέχον πρόγραμμα του ESM θα ολοκληρωθεί ομαλά, επιχειρούμε να απαντήσουμε σε 8 κρίσιμα ερωτήματα, οι απαντήσεις των οποίων αποτελούν ήδη αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των θεσμών.
Ποιος ο βασικός στόχος μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος του ESM και πώς θα επιτευχθεί;
Στόχος είναι η διατηρήσιμη έξοδος της χώρας στις αγορές. Για να επιτευχθεί, η Ελλάδα θα πρέπει να διαθέτει τα απαραίτητα δημοσιονομικά αποθέματα. Αυτά θα προέλθουν από τις τελευταίες δύο δόσεις του προγράμματος, τα πρωτογενή πλεονάσματα που καλείται να επιτύχει και τις επιστροφές κονδυλίων από την Κεντρική Τράπεζα στο ελληνικό Δημόσιο. Προφανώς και θα πρέπει να αφαιρεθούν οι όποιες ενδιάμεσες αποπληρωμές δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.
Ποιος αναμένεται να είναι ο δανεισμός της χώρας από τον ESM και από τί εξαρτάται το ύψος του;Η τρίτη αξιολόγηση θα φέρει στα Κρατικά Ταμεία περί τα 5 δις ευρώ. Το ποσό εξαρτάται από την εξίσωση της παραπάνω ερώτησης, αλλά και την πορεία των ληξιπρόθεσμων. Το 2018, έχουν προϋπολογισθεί περίπου 1,8 δις για να πληρώσει το Δημόσιο της υποχρεώσεις του. Το 2017 το ποσό ήταν 3,5 δις, σχεδόν 2% του ΑΕΠΟι θεσμοί ωστόσο έχουν ζητήσει αναλυτικότερα στοιχεία αποπληρωμών των ληξιπρόθεσμων, καθώς υπάρχουν υπόνοιες ότι αντί τα χρήματα αυτά να ενισχύσουν την πραγματική αγορά ενεγράφησαν μέσω συμψηφισμών στα δημόσια έσοδα. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κάτι τέτοιο σε ευρεία κλίμακα, αναπόφευκτα αλλάζουν τα δεδομένα της συζήτησης περί του βασικού σεναρίου προϋπολογισμού των επόμενων ετών.
Θα ενεργοποιηθεί το τρέχον πρόγραμμα του ΔΝΤ;
Πιθανότατα, όχι. Αν και η συζήτηση για το ελληνικό χρέος έχει ξεκινήσει, είναι απίθανο να κατατεθούν άμεσαπρος το ΔΝΤ ικανοποιητικές προτάσεις για την ελάφρυνσή του. Το τρέχον πρόγραμμά του στην περίπτωση αυτή δε θα καταστεί ενεργό και το ΔΝΤ δε θα έχει ουσιαστικό ρόλο στη συζήτηση ολοκλήρωσης του τρέχοντος προγράμματος του ESM.
Αυτό που εκκρεμεί είναι να αποσαφηνιστεί το διαδικαστικό της υπόθεσης εντός Ταμείου, αν το επί της Αρχής ελληνικό πρόγραμμα θα συζητηθεί δηλαδή(ατύπως, όσο είναι ανενεργό) στο ΔΣ και αν υπάρχει ενδεχόμενο να απαιτηθεί αξιολόγησή του. Χωρίς προτάσεις από την πλευρά των Ευρωπαίων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, δεν υφίσταται τέτοιο ενδεχόμενο.
Γιατί οι Ευρωπαίοι συζητούν για ένα νέο ετήσιο πρόγραμμα παρακολούθησης μεταρρυθμίσεων;
Ακόμη κι αν αρκετοί αξιωματούχοι εντός ΕΕ έχουν αναφερθεί σε «ελληνική ιδιοκτησία» του επόμενου προγράμματος, οι εταίροι θεωρούν ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί προτεραιότητα. Κατά συνέπεια ένα ετήσιο πρόγραμμα -σαφώς αυστηρότερο από το ‘two pack’ υπάρχον πρόγραμμα «ενισχυμένης επιτήρησης» απαιτείται. Αυτό που δε θα ήθελαν είναι να βρεθεί η Ελλάδα υπό την πίεση ενός «κλασσικού» τύπου προγράμματος που ουσιαστικά θα ακύρωνε στην πράξη την όποια επίκληση success story από όλες τις πλευρές.
Αυτή η επιδίωξη θα πρέπει όμως να συνδυαστεί με την αντιμετώπιση του πραγματικού φόβου να μην προχωρήσει η Ελλάδα στις απαιτούμενες δεσμεύσεις της και αυτό να έχει (;) επίπτωση στους όρους εξόδου της χώρας στις αγορές.
Δε θα αρκούσε η Ελλάδα να μπει σε ένα υπάρχον πρόγραμμα αυξημένης επιτήρησης;
Μάλλον όχι. Γιατί αν υποθέσουμε ότι ένα ‘two pack’πρόγραμμα καταγράφει κάποια ανισορροπία, τότε απαιτείται χρόνος προκειμένου η χώρα να επανέλθει με δικές τις προτάσεις αντιμετώπισης του προβλήματος. Οαντίστοιχος χαμένος χρόνος και το ανοικτό ενδεχόμενο“backtracking” σε βασικές μεταρρυθμίσεις συνεχίζουν να αποτελούν βασική ανησυχία για τους εταίρους, ειδικά όταν η Ελλάδα καλείται να αποκαταστήσει… καλές σχέσεις με τις αγορές και να μην χρειαστεί εκ νέου χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα.
Τι θα συμβεί αν η Ελλάδα δεν προχωρήσει στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες έχει δεσμευθεί;
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Αν η «οπισθοδρόμηση» αφορά στο συνταξιοδοτικό π.χ. ή σε ένα θέμα με σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες, ναι θα υπάρχει σοβαρός αντίκτυπος. Αν αφορά σε μεταρρυθμίσεις σχετικές με προϊόντα και αγορές ή… σε υπεράριθμες προσλήψεις στο Δημόσιο, αυτό έχει μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες. Άρα δύσκολα θα άλλαζε το σχεδιασμό hedge funds που βλέπουν άμεση ευκαιρία κέρδους στην Ελλάδα, χωρίς μακρόπνοο σχεδιασμό. Αν ωστόσο η Ελλάδα φιλοδοξεί να προσελκύσει «σοβαρότερους επενδυτές» με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, τότε η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα συμβάλει αποφασιστικά προς την κατεύθυνση αυτή.
Φεύγει το ΔΝΤ μετά το καλοκαίρι του 2018;Το ΔΝΤ θα αποχωρήσει -σε επίπεδο προγραμμάτων- μόνο όταν το αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, με πρωταγωνιστή τη Γερμανία. Με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι καθόλου απίθανο -πριν την όποια κατάληξη της συζήτησης περί εμβάθυνσης της ΟΝΕ- να συνεχίσει να επιδιώκεται η συνδρομή του Ταμείου. Το περασμένο καλοκαίρι, μάλιστα, η Ουάσιγκτον δημιούργησε ένα νέο πρόγραμμα παρακολούθησης μεταρρυθμίσεων (PCI) το οποίο μοιάζει… ως να είναι σχεδιασμένο για την Ελλάδα. Αν θα το ζητήσει η Ελλάδα, εξαρτάται εν πολλοίς από τη διάθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη των δανεικών του ΔΝΤ, για ποιο λόγο να διαπραγματευθεί νέο πρόγραμμα μαζί του; Ποιες θα είναι οι προϋποθέσεις του;Έως ότου θεσπιστούν και λειτουργήσουν οι (όποιοι) νέοι Ευρωπαϊκοί θεσμοί, το ΔΝΤ φέρεται να θεωρείται από ορισμένους εταίρους της Ελλάδας ως βασικός εγγυητής εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στη χώρα. Αν η άποψη αυτή συνεχίσει να επικρατεί, τότε η Ελλάδα ενδεχομένως να αναγκαστεί να ζητήσει ένα τέτοιο «εργαλείο παρακολούθησης».
Ειδικά αν αποδειχθεί ότι οι αγορές θα το ήθελαν. Για την ακρίβεια, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι το αντίστροφο. Τί θα επακολουθήσει αν το Ταμείο δεν έχει προγραμματική σχέση με την Ελλάδα; Δεν υπάρχει ούτε προφανής ούτε αυτονόητη απάντηση στο ερώτημα. Ωστόσο, η εύθραυστη θέση της χώρας απέναντι στις αγορές ενδεχομένως να μην της επιτρέψει να ρισκάρει μη αποδοχή ενός τέτοιου προγράμματος. Παρά το όποιο πολιτικό κόστος συνοδεύει μια τέτοια απόφαση.
Σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις, αυτές είναι τέσσερις και -κατά την άποψη μου- γεφυρώσιμες, εύκολα ή δύσκολα, μεταξύ των θεσμών.
1. Stress tests τραπεζών
Η αντίστοιχη κουβέντα θα «ανάψει» από τον ερχόμενο Μάρτιο. Το ΔΝΤ επιμένει ότι τα tests που διεξάγονται σήμερα από τον SSM (ΕΚΤ) αγνοούν σημαντικά δεδομένα και δεν είναι επαρκή. Με δεδομένο ωστόσο ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν σε ό,τι αφορά την ισορροπία του τραπεζικού συστήματος δεν περιορίζονται στην Ελλάδα, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι οι δύο πλευρές θα καταλήξουν σε μία κοινή γραμμή. Στην παρούσα (καλή) συγκυρία της οικονομίας της Ευρώπης, κανένας δε θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου (βλ. π.χ. ιταλικό τραπεζικό σύστημα). Η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων θα συνεχίσει να αποτελεί προτεραιότητα και για το ΔΝΤ και για την ΕΚΤ. Κατά συνέπεια, δύσκολα θα αφεθεί στην τύχη του, χωρίς κοινή αντιμετώπιση, το συγκεκριμένο ζήτημα.
2. Μεταρρυθμίσεις
Η εφαρμογή των δεσμεύσεων του προγράμματος, ειδικά στο σκέλος των αποκρατικοποιήσεων, της ενίσχυσης του επενδυτικού πλαισίου και της αντιμετώπισης στρεβλώσεων στην αγορά αποτελεί μάλλον κοινή επιδίωξη των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ. Στο πεδίο αυτό, φέρεται να υπάρχει καλή σύγκλιση απόψεωνμεταξύ των θεσμών.
3. Δημοσιονομικά
Το ΔΝΤ θέτει ως προαπαιτούμενο επίτευξης του στόχου πρωτογενούς πλεονάμσατος 3,5% του ΑΕΠ την επίσπευση της εφαρμογής της μείωσης του αφορολόγητου από το 2020 στο 2019. Το πρόσφατο παρελθόν δείχνει ότι τέτοιες διαφορές επιλύονται… εκ του αποτελέσματος. Αν η ελληνική πλευρά έχει δίκιο, τότε υπάρχει συμφωνημένος τρόπος διανομής του υπερπλεονάσματος.
4. Ρύθμιση του χρέους
Ως σήμερα το θέμα αποτελεί «σημαία» για το ΔΝΤ. Τα δείγματα της τελευταίας εβδομάδας αρχίζουν ωστόσο να διαφοροποιούνται. Όχι ως προς την αναγκαιότητα ρύθμισης, αλλά ως προς τον τρόπο διαχείρισης του ζητήματος.
Το Ταμείο προβλέπει μέση ανάπτυξη στην Ελλάδα τα (πολλά) επόμενα χρόνια 1% του ΑΕΠ. Ιδανικά, θα ζητούσε να υπολογιστεί ο απαιτούμενος διακανονισμός σε αυτή τη βάση και εφόσον η Ελλάδα επιτυγχάνειυψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης τότε θα καλείται να αποπληρώνει περισσότερες δανειακές υποχρεώσεις. Ωστόσο, οι απαιτήσεις ενός τέτοιου σεναρίου σε διαφάνεια είναι τεράστιες. Την ίδια ώρα και οι υπολογισμοί των αγορών καθίστανται δυσκολότεροι. Οι επενδυτές θα πρέπει να συνυπολογίσουν στο ρίσκο τους ότι η Ελλάδα ίσως κληθεί να αποπληρώσει περισσότερα από τα αρχικά υπολογισθέντα στις αγορές.
Ακόμα και το ίδιο το ΔΝΤ, συνεπώς, αντιλαμβάνεται ότι το «γαλλικό κλειδί» που έχει συμφωνηθεί, μάλλον θα ξεκινήσει τη λειτουργία του με βάση από το αισιόδοξο της πρόβλεψης του 2% ανάπτυξης των Ευρωπαίων και θα προσαρμόζεται αναλόγως. Ο τρόπος που μπορεί να ολοκληρωθεί μια τέτοια συμφωνία δεν είναι ακόμα ξεκάθαρος. Το πλαίσιο ωστόσο έχει αρχίσει να αποσαφηνίζεται.
Από τα παραπάνω, καθίσταται μάλλον σαφές ότι η δέσμευση της Ελλάδας σε ένα πρόγραμμα παρακολούθησης από το ΔΝΤ δεν είναι σενάριο που θα πρέπει να αποκλειστεί. Καθοριστικό ρόλο στην απάντηση θα έχει η θέση της νέας γερμανικής Κυβέρνησης που… δεν αποκλείεται να έχει ομοιότητες με την παλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου