Την ώρα που η νομοθέτηση συγκεκριμένων δημοσιονομικών μέτρων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων της ελληνικής πλευράς με τους θεσμούς, το βασικό πεδίο διαφορών των δύο πλευρών παραμένει το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Η πλευρά των δανειστών φέρεται να έχει ξεκαθαρίσει προς την Ελλάδα ότι κάθε συζήτηση για ελάφρυνσή του θα ακολουθήσει την ψήφιση των μέτρων και θα οδηγήσει εν τέλει σε νέο πρόγραμμα με το ΔΝΤ. Μόνο που η σειρά των γεγονότων δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς.
Στην πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει ότι η παράταση της περιόδου χάριτος αποπληρωμών τόκων έως το 2040, η επέκταση των ωριμάνσεων των ομολόγων έως το 2070 και η σταθεροποίηση των επιτοκίων είναι απαραίτητες παρεμβάσεις προκειμένου να επιτευχθεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Ωστόσο, στο Ταμείο θα αρκούσε αρχικώς μία νομική εγγύηση προκειμένου να δεσμευθεί σε νέο πρόγραμμα και ακολούθως ο καθορισμός συγκεκριμένων μέτρων αναδιάρθρωσης.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι νομικές εγγυήσεις που ζητά το Ταμείο αφορούν στο σύνολο των υποχρεώσεων της χώρας μας ή μόνο στα δάνεια που πρέπει να αποπληρωθούν προς το ίδιο. Στην πρώτη περίπτωση, οι διατυπώσεις αρκούν στην ΕΚΤ προκειμένου να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση. Στη δεύτερη, ενδεχομένως και όχι.
Επιπροσθέτως, η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται ένα επιπλέον πολιτικό όπλο προκειμένου να υπερασπιστεί τις θέσεις της υπέρ της ψήφισης των νέων μέτρων στη Βουλή, Η ταυτόχρονη ψήφιση των μέτρων με την συμφωνία για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα ήταν ένα ισχυρό επιχείρημα.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η Αθήνα όσο και οι Βρυξέλλες γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια καθυστερήσεων στην αξιολόγηση. Το γράμμα της συμφωνίας με τους εταίρους επιβάλει την ολοκλήρωσή της πριν από την όποια συζήτηση για το χρέος. Αν η Ευρώπη και το ΔΝΤ επιμείνουν στην τήρηση των τύπων, τότε είναι η πρώτη φορά που η ελληνική πλευρά θα κληθεί να νομοθετήσει και ακολούθως να «μετρήσει» την αξιοπιστία των εταίρων της. Για την ώρα, το συγκεκριμένο έργο το παρακολουθούμε ως συνήθως, αντιστρόφως.
Η πλευρά των δανειστών φέρεται να έχει ξεκαθαρίσει προς την Ελλάδα ότι κάθε συζήτηση για ελάφρυνσή του θα ακολουθήσει την ψήφιση των μέτρων και θα οδηγήσει εν τέλει σε νέο πρόγραμμα με το ΔΝΤ. Μόνο που η σειρά των γεγονότων δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τις επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς.
Στην πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει ότι η παράταση της περιόδου χάριτος αποπληρωμών τόκων έως το 2040, η επέκταση των ωριμάνσεων των ομολόγων έως το 2070 και η σταθεροποίηση των επιτοκίων είναι απαραίτητες παρεμβάσεις προκειμένου να επιτευχθεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Ωστόσο, στο Ταμείο θα αρκούσε αρχικώς μία νομική εγγύηση προκειμένου να δεσμευθεί σε νέο πρόγραμμα και ακολούθως ο καθορισμός συγκεκριμένων μέτρων αναδιάρθρωσης.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι νομικές εγγυήσεις που ζητά το Ταμείο αφορούν στο σύνολο των υποχρεώσεων της χώρας μας ή μόνο στα δάνεια που πρέπει να αποπληρωθούν προς το ίδιο. Στην πρώτη περίπτωση, οι διατυπώσεις αρκούν στην ΕΚΤ προκειμένου να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση. Στη δεύτερη, ενδεχομένως και όχι.
Επιπροσθέτως, η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται ένα επιπλέον πολιτικό όπλο προκειμένου να υπερασπιστεί τις θέσεις της υπέρ της ψήφισης των νέων μέτρων στη Βουλή, Η ταυτόχρονη ψήφιση των μέτρων με την συμφωνία για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα ήταν ένα ισχυρό επιχείρημα.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η Αθήνα όσο και οι Βρυξέλλες γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια καθυστερήσεων στην αξιολόγηση. Το γράμμα της συμφωνίας με τους εταίρους επιβάλει την ολοκλήρωσή της πριν από την όποια συζήτηση για το χρέος. Αν η Ευρώπη και το ΔΝΤ επιμείνουν στην τήρηση των τύπων, τότε είναι η πρώτη φορά που η ελληνική πλευρά θα κληθεί να νομοθετήσει και ακολούθως να «μετρήσει» την αξιοπιστία των εταίρων της. Για την ώρα, το συγκεκριμένο έργο το παρακολουθούμε ως συνήθως, αντιστρόφως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου