Η σημερινή (16.45) δημοσιοποίηση των προβλέψεων του ΔΝΤ αναφορικά με τις παγκόσμιες δημοσιονομικές επιδόσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Ελλάδας, σηματοδοτεί επισήμως την έναρξη της αντιπαράθεσης του Ταμείου και της ευρωπαϊκής πλευράς, με επίκεντρο κυρίως τα στοιχεία του 2018.
Γιατί η διαμάχη αυτή κρατά αρκετούς μήνες τώρα. Και η γερμανική πλευρά φαίνεται να έχει προκρίνει να δώσει βασικό λόγο στην άποψη του ΔΝΤ όσο η παρουσία του απαιτείται στην πραγματικότητα της Ευρωζώνης.
Η διαφορά του στόχου (3.5% του ΑΕΠ) και της αναμενόμενης πρόβλεψης θα αναδείξει την αναγκαιότητα –σύμφωνα με το Ταμείο- της επίσπευσης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών μέτρων του 2019 ή/και του 2020. Η αντιπαράθεση αυτή αναμένεται να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη για την ελληνική πλευρά καθώς το Ταμείο φαίνεται να αποδέχεται την υπεραπόδοση της Οικονομίας το 2016, χωρίς όμως αυτή να περνά στο σύνολό της στις επόμενες χρονιές. Κατά συνέπεια, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο το έργο της ελληνικής πλευράς, η οποία δε θα κληθεί να υπερασπιστεί την επίδοσή της, αλλά κυρίως τη δυνατότητα επαναληψιμότητάς της.
Η συμφωνία για μεταφορά της «αναμέτρησης» αυτής στα μέσα του 2018 αποτελεί –σύμφωνα με το ΔΝΤ- περισσότερο παυσίπονο παρά θεραπεία, με τον Πολ Τόμσεν να είναι μάλλον πεπεισμένος ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας έχει ήδη επηρεαστεί αρνητικά από την αβεβαιότητα και την αδράνεια της τελευταίας χρονιάς. Αυτό σημαίνει ότι οι χθεσινές αναθεωρημένες προς τα κάτω προβλέψεις για ανάπτυξη 2.2% το 2017 και 2.7% το 2018 θα υποστούν περαιτέρω επί τω χείρω αναθεώρηση, η οποία θα επηρεάσει αντιστοίχως και τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, οι –εκτός επίσημου προγράμματος- συνομιλίες της Ουάσινγκτον το τριήμερο 21-23 Απριλίου εμφανίζουν σημαντικό βαθμό δυσκολίας. Γιατί ακόμα και το καλύτερο σενάριο, θα μεταφέρει την ουσιαστική λύση του ελληνικού ζητήματος μερικούς μήνες αργότερα. Με τις ενδείξεις να αρχίζουν να δίνουν περισσότερα επιχειρήματα στο Ταμείο – επιχειρήματα που δύσκολα από μόνο του μπορεί να ανατρέψει η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Γιατί η διαμάχη αυτή κρατά αρκετούς μήνες τώρα. Και η γερμανική πλευρά φαίνεται να έχει προκρίνει να δώσει βασικό λόγο στην άποψη του ΔΝΤ όσο η παρουσία του απαιτείται στην πραγματικότητα της Ευρωζώνης.
Η διαφορά του στόχου (3.5% του ΑΕΠ) και της αναμενόμενης πρόβλεψης θα αναδείξει την αναγκαιότητα –σύμφωνα με το Ταμείο- της επίσπευσης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών μέτρων του 2019 ή/και του 2020. Η αντιπαράθεση αυτή αναμένεται να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη για την ελληνική πλευρά καθώς το Ταμείο φαίνεται να αποδέχεται την υπεραπόδοση της Οικονομίας το 2016, χωρίς όμως αυτή να περνά στο σύνολό της στις επόμενες χρονιές. Κατά συνέπεια, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο το έργο της ελληνικής πλευράς, η οποία δε θα κληθεί να υπερασπιστεί την επίδοσή της, αλλά κυρίως τη δυνατότητα επαναληψιμότητάς της.
Η συμφωνία για μεταφορά της «αναμέτρησης» αυτής στα μέσα του 2018 αποτελεί –σύμφωνα με το ΔΝΤ- περισσότερο παυσίπονο παρά θεραπεία, με τον Πολ Τόμσεν να είναι μάλλον πεπεισμένος ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας έχει ήδη επηρεαστεί αρνητικά από την αβεβαιότητα και την αδράνεια της τελευταίας χρονιάς. Αυτό σημαίνει ότι οι χθεσινές αναθεωρημένες προς τα κάτω προβλέψεις για ανάπτυξη 2.2% το 2017 και 2.7% το 2018 θα υποστούν περαιτέρω επί τω χείρω αναθεώρηση, η οποία θα επηρεάσει αντιστοίχως και τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, οι –εκτός επίσημου προγράμματος- συνομιλίες της Ουάσινγκτον το τριήμερο 21-23 Απριλίου εμφανίζουν σημαντικό βαθμό δυσκολίας. Γιατί ακόμα και το καλύτερο σενάριο, θα μεταφέρει την ουσιαστική λύση του ελληνικού ζητήματος μερικούς μήνες αργότερα. Με τις ενδείξεις να αρχίζουν να δίνουν περισσότερα επιχειρήματα στο Ταμείο – επιχειρήματα που δύσκολα από μόνο του μπορεί να ανατρέψει η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου